- υποσέλιδος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος μιας σελίδας («υποσέλιδα σχόλια»)2. το ουδ. ως ουσ. το υποσέλιδοαγγελία ή άλλη, άσχετη προς το κείμενο, δημοσίευση στο κάτω μέρος σελίδας βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας ή άλλου εντύπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πολυ-σέλιδος].
Dictionary of Greek. 2013.