υποσέλιδος

υποσέλιδος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος μιας σελίδας («υποσέλιδα σχόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. το υποσέλιδο
αγγελία ή άλλη, άσχετη προς το κείμενο, δημοσίευση στο κάτω μέρος σελίδας βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας ή άλλου εντύπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πολυ-σέλιδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποσελίδιος — α, ο, Ν υποσέλιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”